- κατέτρωγε
- κατατρώγωeat upimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμοφθόρος — κοσμοφθόρος, ον (ΑM) αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» τον λέοντα [τής Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο φθόρος, ψυχο… … Dictionary of Greek
Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή … Dictionary of Greek